σουφρωμένος

σουφρωμένος
kaşları çatılmış, çatık

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρικνός — ή, ό / ῥικνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ῥιχνός, και ποιητ. τ. ῥικνύς, εῑα, ύ Α ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, γεμάτος ζάρες, σταφιδιασμένος, σουφρωμένος, σκεβρωμένος (α. «ῥικνοί ἰσχνοί σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», Ησύχ. β. «ῥικνὰ ἅψεα», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • σουφρωτός — ή, ό, Ν [σουφρώνω] 1. σουφρωμένος, ζαρωμένος 2. μτφ. κλοπιμαίος …   Dictionary of Greek

  • σουφρώνω — σουφρώνω, σούφρωσα, σουφρωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σουφρώνω — σούφρωσα, σουφρωμένος 1. μτβ., και αμτβ., τσαλακώνω: Σούφρωσε το παντελόνι του. 2. κλέβω: Μπήκε στο μαγαζί και σούφρωσε μερικά πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”